лучеиспускание - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

лучеиспускание - translation to Αγγλικά


лучеиспускание      
n.
radiation, emission
radiation cooling         
  • Passive radiative cooling technologies use the [[infrared window]] of 8–13 µm to radiate heat into outer space and impede solar absorption.
  • Different roof materials absorb more or less heat. A higher roof [[albedo]], or the whiter a roof, the higher its solar reflectance and heat emittance, which can reduce energy use and costs.
COOLING THROUGH A RADIATIVE TRANSFER OF ENERGY
Radiational cooling; Radiative Cooling; Radiation cooling; Nocturnal cooling

общая лексика

охлаждение лучеиспусканием

radiation         
  • reason=The text does not mention the diagram. The caveats should probably be listed in a note using Template:Efn}}
  • [[Alpha particle]] detected in an [[isopropanol]] [[cloud chamber]]
  • The [[electromagnetic spectrum]]
  • [[Electrons]] (beta radiation) detected in an [[isopropanol]] [[cloud chamber]]
  • Gamma radiation detected in an [[isopropanol]] [[cloud chamber]].
  • unshielded]] humans. Radiation, in general, exists throughout nature, such as in light and sound.
  • Graphic showing relationships between radioactivity and detected ionizing radiation
  • Some kinds of [[ionizing]] radiation can be detected in a [[cloud chamber]].
WAVES OR PARTICLES PROPAGATING THROUGH SPACE OR THROUGH A MEDIUM, CARRYING ENERGY
Radiological; Radioactive radiation; Radiating

Ορισμός

лучеиспускание
ЛУЧЕИСПУСК'АНИЕ, лучеиспускания, мн. нет, ср. (физ.), Свойство тел испускать те или иные лучи.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για лучеиспускание
1. Интонации, паузы, магическое "лучеиспускание", о котором так хорошо говорил Станиславский, - все это завораживало, гипнотизировало, на какое-то мгновение мы оказывались в сказочном мире, в который нас переносил редкостный дар.
Μετάφραση του &#39лучеиспускание&#39 σε Αγγλικά